- πολυάνθρωπον
- πολυάνθρωποςpopulousmasc/fem acc sgπολυάνθρωποςpopulousneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
BEROEA — urbs Macedoniae prope Ludiam fluv. a Pherone conditore dicta, mutato ph. in h. vel e Beroea filia Beretis, qui Macedonis filius fuit. Huius meminit B. Lucas Actor. c. 17. v. 10. Veria hodie, teste Sophianô. Sic enim Graeculi hodierni pronuntiant … Hofmann J. Lexicon universale
ερημάνθρωπον — ἐρημάνθρωπον, τὸ (Μ) η ερημανθρωπία, η μοναξιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρήση τού ουδ. τού επιθ. *ερημάνθρωπος, ον, ως αφηρημένου ουσιαστικού (πρβλ. το πολυάνθρωπον)] … Dictionary of Greek
ευδιακριτόθετον — εὐδιακριτόθετον, τὸ (Μ) σαφής εξήγηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευδιάκριτος + θετόν (< τίθημι). Ουδ. τού επιθ. ευδιακριτόθετος που έλαβε τη σημασία τών αφηρημένων ουσ. (πρβλ. το πολυάνθρωπον)] … Dictionary of Greek
πολυάνθρωπος — η, ο / πολυάνθρωπος, ον, ΝΜΑ αυτός που κατοικείται από πολλούς ανθρώπους, πυκνοκατοικημένος («πολυάνθρωπες πόλεις») νεοελλ. 1. αυτός που αποτελείται από πολλούς ανθρώπους («πολυάνθρωπη συγκέντρωση») 2. το ουδ. ως ουσ. το πολυάνθρωπο το να… … Dictionary of Greek